- θηλέον
- θηλέωto be full ofpres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic)θηλέωto be full ofpres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θήλεον — θηλέω to be full of imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) θηλέω to be full of imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… … Dictionary of Greek